- κάμψω
- κάμπτωkam̃p-as: aor subj act 1st sgκάμπτωkam̃p-as: fut ind act 1st sgκάμπτωkam̃p-as: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
κάμψω — κάμπτω kam̃p as aor subj act 1st sg κάμπτω kam̃p as fut ind act 1st sg κάμπτω kam̃p as aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek